Κομπηρός — resounding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηρά — Κομπηρός resounding neut nom/voc/acc pl Κομπηρά̱ , Κομπηρός resounding fem nom/voc/acc dual Κομπηρά̱ , Κομπηρός resounding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηρότερον — Κομπηρός resounding adverbial comp Κομπηρός resounding masc acc comp sg Κομπηρός resounding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηρόν — Κομπηρός resounding masc acc sg Κομπηρός resounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηραῖς — Κομπηρός resounding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηροῖς — Κομπηρός resounding masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπηρῶς — Κομπηρός resounding adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
Κομπηράς — Κομπηρά̱ς , Κομπηρός resounding fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)